ἀνίπταμαι

ἀνίπταμαι
ἀνίπταμαι (ἀνά, πέτομαι; Maximus Tyr. 20, 6d; Cass. Dio 56, 42, 3; Themist. 27 p. 406, 11 D.; Cyranides 3 p. 100, 11; on the form [for ἀναπέτομαι] Kühner-Bl. II 450) fly up, flutter about νοσσοὶ ἀνιπτάμενοι B 11:3 (Is 16:2).—Lampe. Frisk s.v. πέτομαι.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανίπταμαι — ἀνίπταμαι (ΜΑ) (κυριολ. και μτφ.) πετώ προς τα επάνω, ανυψώνομαι …   Dictionary of Greek

  • ἀνίπταμαι — ἀναπέτομαι f pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαναπέτομαι — ἐπαναπέτομαι (Α) [πέτομαι] πετώ ψηλά, πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι, ανυψώνομαι …   Dictionary of Greek

  • προανίπταμαι — Α πετώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀνίπταμαι «πετώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνανίπταμαι — ΜΑ πετώ προς τα επάνω μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνίπταμαι «πετώ προς τα πάνω»] …   Dictionary of Greek

  • υπανίπταμαι — Μ [ἀνίπταμαι] πετώ προς τα επάνω ελαφρά …   Dictionary of Greek

  • υπεραναπέτομαι — και ὑπερανίπταμαι Μ πετώ πάνω από κάτι, υπερπηδώ εμπόδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀναπέτομαι / ἀνίπταμαι «πετώ προς τα πάνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”